ξεφτίλα

ξεφτίλα
η
1. ταπείνωση, εξευτελισμός
2. (για πρόσ.) αχρείος, τιποτένιος, εξευτελισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφτιλίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos …   Wikipedia

  • κουρέλα — η 1. (ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός προσώπου ή ομάδας προσώπων) εξευτελισμένος, ξεφτίλα 2. το υπερώριμο σύκο, η ισχάδα, η σκουμαΐδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλι: κεφάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • ξεφτίλας — ο τιποτένιος, εξευτελισμένος, χωρίς υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεφτίλα (πρβλ. τσαντίλα τσαντίλας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”